αναπλώρισμα

αναπλώρισμα
το, -ατος
στροφή του πλοίου με την πλώρη αντίθετη προς τον άνεμο: Ο καιρός είχε αγριέψει πολύ και το αναπλώρισμα δεν ήταν εύκολο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αναπρωρίζω — και αναπλωρίζω και αναπρωρώ ( έω) 1. πλέω ανάπρωρα, αντίθετα προς την κατεύθυνση τού ανέμου 2. στρέφω το πλοίο έτσι ώστε η πλώρη του να είναι αντίθετα προς τον άνεμο 3. (για πλοίο) στέκομαι ή παίρνω στάση ώστε η πλώρη να είναι αντίθετα προς τη… …   Dictionary of Greek

  • αναπρώρηση — η και αναπλώρισμα, το 1. πλους αντίθετα προς την κατεύθυνση τού ανέμου, πλους με την πλώρη αντίθετα στο ρεύμα 2. στροφή αγκυροβολημένου πλοίου με την πλώρη προς την κατεύθυνση τού ανέμου που πνέει αντίθετα ή προς το ρεύμα που κατεβαίνει αντίθετα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”